- θεοπροπέων
- θεοπροπέωprophesypres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοπροπώ — θεοπροπῶ, βοιωτ. τ. θιοπροπῶ, έω (Α) [θεοπρόπος]·1. δίνω χρησμούς, προφητεύω («θεοπροπέων ἀγορεύεις», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θεοπρόπος, αγγελιαφόρος για να ρωτήσω μαντείο … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek